- λακκάριος
- λακκ-άριος, ὁ,A cistern-keeper, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λακκάριος — λακκάριος, ὁ (Α) φύλακας δεξαμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. κελλ άριος, σπαθάρ ιος] … Dictionary of Greek
λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ … Dictionary of Greek